ὄρρος

ὄρρος
ὄρρος
Grammatical information: m.
Meaning: `rump, arse' (Ar.), `end of the os sacrum' (Gal.).
Compounds: As 1. member in ὀρρο-πύγ-ιον, Ion. ὀρσο-, s. πυγή. As 2. member in παλίν-ορσος `moving back' (Γ 33, Emp.; -ρρ- Ar. Ach. 1179), s. Wackernagel Unt. 226; prob. also in ἄψορρος, s. v.
Derivatives: ὀρρώδης `belonging to the rump' (Hp., Gal.), ὀρροχμόν ἔσχατον, ἄκρον H., after νεο-χμός(?), s.v. and Belardi Doxa 3, 216f. w. lit. (wrong Specht KZ 66, 199f.).
Origin: IE [Indo-European] [340] *h₁ers-, *h₁ors- `hindmost'
Etymology: Old inherited expression for `hindmost', which was avoided by the epic for its status (Wackernagel Unt. 224 ff.), identical with Germ., e.g. OHG ars 'Arsch', Arm. oṙ, pl. oṙ-k` (i-st.): IE *ors-o-, *ors-i-; besides OIr. err `tail' \< *h₁ersā. Phönetically unclear is Hitt. arraš `hindmost'; uncertain hypothesis by Neumann KZ 77, 79ff. (w. lit.). Against ὄρρος from *ὄρσος Forbes Glotta 36, 264ff. -- The word can be understood as enlargement of an s-stem *or(o)s-, *er(o)s- `elevation' and can then belong closely together with ὄρος `mountain' (s.v.). Further lit. in Bq, WP. 1, 138, Pok. 340. -- Cf. ὀρσοθύρη and οὑρά.
Page in Frisk: 2,427

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • όρρος — ὄρρος, ὁ (Α) 1. το άκρο τού ιερού οστού 2. το μέρος μεταξύ τών σκελών και τής έδρας, το περίνεο, το μέρος γύρω από τους γλουτούς 3. πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρωπαϊκή λ. που συνδέεται με αρμ. or, αρχ. άνω γερμ. ars, αγγλοσαξ. ears «οπίσθια»,… …   Dictionary of Greek

  • ὄρρος — boundary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορρός — ο (ΑΜ ὀρρός) (εσφ. γρφ.) βλ. ορός …   Dictionary of Greek

  • ὄρρω — ὄρρος boundary masc nom/voc/acc dual ὄρρος boundary masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρρον — ὄρρος boundary masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρρου — ὄρρος boundary masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορρωδώ — (ΑΜ ὀρρωδῶ, έω, Α ιων. τ. ἀρρωδέω) 1. ζαρώνω από φόβο μπροστά σε κάποιον, φοβάμαι, τρέμω 2. δειλιάζω, λιποψυχώ, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. άγνωστης ετυμολ. Οι αρχαίοι λεξικογράφοι συνέδεσαν το ρ. με τις λ. ὄρρος «οπίσθια, γλουτοί» και …   Dictionary of Greek

  • ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • er-3 : or- : r- —     er 3 : or : r     English meaning: to move *stir, animate, fight, struggle, rise; to spring up, be born     Deutsche Übersetzung: ‘sich in Bewegung setzen, erregen (also seelisch, ärgern, stir, tease, irritate); in die Höhe bringen (Erhebung …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”